Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηλεκτραγωγός -ός / -ή -ό [ilektraγoγós] Ε16 : που είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού, που αφήνει να περνά μέσα από τη μάζα του ο ηλεκτρισμός: Hλεκτραγωγό σώμα. || (ως ουσ.) ο ηλεκτραγωγός, ο αγωγός του ηλεκτρικού ρεύματος.
[λόγ. ηλεκτρ(ο)- + αγωγ(ός) -ός μτφρδ. γαλλ. conducteur électrique]