Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλακάτη
1 εγγραφή
ηλακάτη η [ilakáti] Ο30 : (λόγ.) η ρόκα 1.

[λόγ. < αρχ. ἠλακάτη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες