Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλίανθος
1 εγγραφή
ηλίανθος ο [ilíanθos] Ο20 : φυτό με ισχυρό στέλεχος και μεγάλα κίτρινα λουλούδια· ήλιος 2: Ο ~ καλλιεργείται κυρίως για το λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του.

[λόγ. < νλατ. helianth(us) -ος < λατ. helianthes < ελνστ. *ἡλιανθές `ηλιοτρόπιο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες