Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδονιστής
1 εγγραφή
ηδονιστής ο [iδonistís] Ο7 θηλ. ηδονίστρια [iδonístria] Ο27 : οπαδός του ηδονισμού. || (επέκτ.) φιλήδονος.

[λόγ. < αγγλ. hedonist ή γαλλ. hédoniste < αρχ. ἡδον(ή) -ist(e) = -ιστής· λόγ. ηδονισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες