Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηδονή
1 εγγραφή
ηδονή η [iδoní] Ο29 : 1. εξαιρετικά έντονη αισθησιακή απόλαυση που δημιουργείται από την ικανοποίηση ενστίκτων και ορμών: Είναι έκδοτος στις ηδονές. Ρίγη ηδονής. Θέλει να δοκιμάσει κάθε είδους ηδονές. Επιδίωξη της ηδονής. Επιρρεπής στις ηδονές. || ~ ένα καλό γεύμα! ΦΡ σκεύος* ηδονής. 2. ψυχική, ηθική ή πνευματική απόλαυση: H ~ της εκδίκησης.

[λόγ. < αρχ. ἡδονή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες