Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηγουμένισσα
1 εγγραφή
ηγούμενος ο [iγúmenos] Ο20α θηλ. ηγουμένη [iγuméni] Ο30 πληθ. γεν. ηγουμένων & (λαϊκότρ.) ηγουμένισσα [iγuménisa] Ο27α : ο επικεφαλής της μοναχικής κοινότητας μιας μονής.

[λόγ. < μσν. ηγούμενος `προϊστάμενος μοναστηριού΄ < ελνστ. ἡγούμενος `πρόεδρος συνάθροισης΄, μπε. του αρχ. ρ. ἡγοῦμαι· λόγ. < μσν. ηγουμένη < ηγούμεν(ος) -η· μσν. ηγουμένισσα < ηγούμεν(ος) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες