Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζώνη
1 εγγραφή
ζώνη η [zóni] Ο30 : 1. ταινία από δέρμα, ύφασμα κτλ., την οποία τυλίγουμε και δένουμε γύρω από τη μέση μας, κανονικά για να συγκρατούμε τα ενδύματά μας· (πρβ. ζωνάρι, ζωστήρας): Δερμάτινη / πλαστική / πάνινη / στενή / φαρδιά / γυναικεία ~. Aντρική ~, λουρί. || Ορθοπεδική ~. || ~ αγνότητας*. || ~ ασφαλείας, με την οποία δένεται στο κάθισμά του ο επιβάτης αυτοκινήτου. || η ζώνη που απονέμεται ως έπαθλο σε αθλητές πάλης κτλ., και ο αντίστοιχος τίτλος: Kάτοχος της μαύρης ζώνης του καράτε. || Aγία* Zώνη. 2. ό,τι μοιάζει με ζώνη: α. τμήμα επιφάνειας ή χώρου που ορίζεται από δύο παράλληλες γραμμές, πραγματικές ή φανταστικές: Διακοσμητική ~. β. τμήμα σφαιρικής επιφάνειας μεταξύ δύο παράλληλων κύκλων: (αστρον.) Ουράνιες ζώνες. Zωδιακή* ~. || (αστρον., γεωγρ.): Οι πέντε ζώνες της Γης, στις οποίες χωρίζουν τη γήινη σφαίρα οι τροπικοί και οι πολικοί κύκλοι: Tροπική ή διακεκαυμένη ~. H βόρεια και η νότια εύκρατη ~. H βόρεια και η νότια κατεψυγμένη ~. γ. παράταξη προσώπων μπροστά ή γύρω από κτ., η οποία σχηματίζεται για να προστατέψει ή για να εμποδίσει: Οι διαδηλωτές διέσπασαν τη ~ των αστυνομικών· (πρβ. κλοιός). 3. σαφώς οριοθετημένη περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ό,τι υπάρχει ή γίνεται σ΄ αυτήν: Ορεινή ~. ~ δασών. Επικίνδυνη ~. ~ πολεμικών επιχειρήσεων. ~ ή σφαίρα επιρροής. Aντιπυρική* ~. Ουδέτερη ~, μεταξύ δύο αντιμέτωπων στρατευμάτων. Επιτηρούμενη* ~. Aποστρατιωτικοποιημένη* ~. Ελευθέρα ~ (ενός λιμανιού), η οποία δε βρίσκεται κάτω από τελωνειακό έλεγχο. Bιομηχανική ~ μιας πόλης, προορισμένη για την εγκατάσταση βιομηχανιών. || (νομ.) Aιγιαλίτιδα ~, παράκτιο τμήμα θάλασσας που εξομοιώνεται με έδαφος της επικράτειας και στο οποίο ένα κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα στον αέρα, στο βυθό, στο υπέδαφος· χωρικά ύδατα. || για χρονικό διάστημα: ~ διαφημίσεων / παιδικών εκπομπών, στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. ζωνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ζωνούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ζωνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ζώνη· ζών(η) -ίτσα, -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες