Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζύμη
1 εγγραφή
ζύμη η [zími] Ο30 : 1. μαλακή και εύπλαστη μάζα μείγματος από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, για την παρασκευή ψωμιού, γλυκίσματος κτλ.: ~ για ψωμί / για κέικ / για τσουρέκι / για μπισκότα / για πίτα. ~ σφολιάτα. Παίρνετε κομμάτια ζύμης και τα πλάθετε σε μπαλάκια. Zυμώνετε καλά τη ~ και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα. (έκφρ.) πιάνω ~, ετοιμάζω τη ζύμη με τη μαγιά, το αλεύρι και το νερό ή το γάλα. || μείγμα από οποιαδήποτε υλικά, που ζυμώνεται: ~ για κεφτέδες. 2. (μτφ.) οι ηθικές προδιαθέσεις ενός χαρακτήρα που δεν οφείλονται στην αγωγή του, αλλά προέρχονται από τη φύση του· φύση, πάσταIII2: Παρ΄ όλα τα ελαττώματά του δεν είναι από κακή ~. 3. (χημ.) μάζα από ζαχαρομύκητες, που προκαλεί αλκοολική ζύμωση.

[λόγ. < αρχ. ζύμη `μαγιά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες