Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζύγωμα το [zíγoma] Ο49 : (λογοτ.) πλησίασμα.
[ζυγώ(νω) -μα (διαφ. το συγγ. ελνστ. ζύγωμα `αμπάρα΄)]
- ζυγωματικός -ή -ό [ziγomatikós] Ε1 : (ανατ.) α. ζυγωματικά οστά, και ως ουσ. τα ζυγωματικά, τα δύο οστά του προσώπου που ενώνουν την κάτω σιαγόνα με το κρανίο, και το αντίστοιχο τμήμα των παρειών κάτω από τα μάτια· (πρβ. τα μήλα* του προσώπου). β. που βρίσκεται στα ζυγωματικά οστά: Zυγωματική απόφυση. Zυγωματικό τόξο / νεύρο.
[λόγ. < γαλλ. zygomatique < νλατ. zygomaticus < zygomat- < ελνστ. ζυγωματ- (ζύγωμα) `ζυγωματικό τόξο΄ -icus = -ικός]