Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωόφυτο
1 εγγραφή
ζωόφυτο το [zoófito] Ο42 : ονομασία διάφορων ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν με φυτά.

[λόγ. < ελνστ. ζωόφυτον (< ζωή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες