Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωτικός
1 εγγραφή
ζωτικός -ή -ό [zotikós] Ε1 : 1. που είναι απαραίτητος για τη διατήρηση της ζωής ενός ζωντανού οργανισμού: Tα ζωτικά όργανα / οι ζωτικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού. 2. που έχει έναν καθοριστικό ρόλο για τη ζωή, την ύπαρξη και την εξέλιξη κάποιου (συνήθ. ενός συνόλου): Tα ζωτικά προβλήματα της πόλης μας. Tα ζωτικά συμφέροντα του ελληνισμού. || (ειδ.) ~ χώρος (ενός έθνους), που θεωρείται απαραίτητος για την ανάπτυξή του: H θεωρία του ζωτικού χώρου επινοήθηκε λίγο πριν από τον α' παγκόσμιο πόλεμο, για να στηρίξει την επεκτατική πολιτική της Γερμανίας.

[λόγ. < αρχ. ζωτικός & σημδ. γαλλ. vital]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες