Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζωοτεχνία η [zootexnía] Ο25 : η συστηματική και επιστημονική μελέτη και εφαρμογή μεθόδων αναπαραγωγής, συντήρησης και εκμετάλλευσης ζώων: H συμβολή της ζωοτεχνίας στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Kαθηγητής ζωοτεχνίας στην Kτηνιατρική Σχολή.
[λόγ. < γαλλ. zootechnie < zoo- = ζωο- 1 + -technie < αρχ. τέχν(η) -ie = -ία]