Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοποιός
1 εγγραφή
ζωοποιός -ός / -ά -ό [zoopiós] Ε13 : (εκκλ.) που δημιουργεί, που παρέχει ζωή· (πρβ. ζωοδότης, ζωοδόχος): Tο ζωοποιό Άγιο Πνεύμα.

[λόγ. < ελνστ. ζωοποιός (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄, ζωή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες