Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοπλαγκτόν
1 εγγραφή
ζωοπλαγκτόν το [zooplaŋgtón] Ο γεν. ζωοπλαγκτού (χωρίς πληθ.) : πλαγκτόν που αποτελείται από μικροσκοπικούς ζωικούς οργανισμούς (σε αντιδιαστολή προς το φυτοπλαγκτόν).

[λόγ. < διεθ. zoo- = ζωο- 1 + plankton = πλαγκτόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες