Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντάνια
1 εγγραφή
ζωντάνια η [zondána] Ο25 : α. ζωηρή και έντονη έκφραση ή εκδήλωση ζωής, διάθεσης για δράση· (πρβ. ζωηρότητα): Xαρακτήρας άβουλος και υποτονικός, χωρίς ίχνος ζωντάνιας πάνω του. Mας κατέπληξε όλους με τη ~ και την ενεργητικότητά της. β. (μτφ.) η ιδιότητα πράγματος να προκαλεί μια ζωντανή και έντονη εντύπωση, σαν να ήταν κτ. το ζωντανό, αληθινό: H ~ μιας περιγραφής / μιας παράστασης / μιας εικόνας.

[ζωνταν(ός) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες