Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωντάνεμα
1 εγγραφή
ζωντάνεμα το [zondánema] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζωντανεύω: Tο ~ της φύσης, η αναζωογόνηση. Tο ~ των αναμνήσεων.

[ζωντανεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες