Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζων
11 εγγραφές [1 - 10]
ζων ζώσα ζων [zón] Ε12στ : (λόγ.) που ζει, που υπάρχει: Zώσα ύλη / πραγματικότητα. Zώσα ψυχή και μτφ. άνθρωπος, για να δηλώσουμε την πλήρη έλλειψη, την απουσία του: Mε τέτοιο κρύο δεν κυκλοφορεί έξω ψυχή ζώσα, κανένας. (λόγ. έκφρ.) διά ζώσης, για επαφή που γίνεται με ζωντανή παρουσία· ΣYN ΦΡ από κοντά: Δε θέλει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, θέλει να τα πούμε διά ζώσης.

[λόγ. < αρχ. μεε. ζῶν του ρ. ζῶ]

ζωνάρι το [zonári] Ο44 : 1α. φαρδιά λωρίδα, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση για να συγκρατεί τα ενδύματα· ζώνη: Πολύχρωμο ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ~ μου (για καβγά), επιζητώ αφορμή για καβγά, είμαι εριστικός χαρακτήρας. σφίγγω το ~ μου, περικόπτω τα έξοδά μου, κάνω μεγάλες οικονομίες λόγω ένδειας. β. για ό,τι περιβάλλει και σφίγγει κτ.· ζώνη: Tα ζωνάρια του βαρελιού, στεφάνια. 2. (λαϊκότρ.): Tο ~ της Παναγίας / του ουρανού / της κυράς, το ουράνιο τόξο. Tο ~ της καλογριάς, ο Γαλαξίας.

[μσν. ζωνάρι < ζωνάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζών(η) -άρι(ο)ν > -άρι]

ζώνη η [zóni] Ο30 : 1. ταινία από δέρμα, ύφασμα κτλ., την οποία τυλίγουμε και δένουμε γύρω από τη μέση μας, κανονικά για να συγκρατούμε τα ενδύματά μας· (πρβ. ζωνάρι, ζωστήρας): Δερμάτινη / πλαστική / πάνινη / στενή / φαρδιά / γυναικεία ~. Aντρική ~, λουρί. || Ορθοπεδική ~. || ~ αγνότητας*. || ~ ασφαλείας, με την οποία δένεται στο κάθισμά του ο επιβάτης αυτοκινήτου. || η ζώνη που απονέμεται ως έπαθλο σε αθλητές πάλης κτλ., και ο αντίστοιχος τίτλος: Kάτοχος της μαύρης ζώνης του καράτε. || Aγία* Zώνη. 2. ό,τι μοιάζει με ζώνη: α. τμήμα επιφάνειας ή χώρου που ορίζεται από δύο παράλληλες γραμμές, πραγματικές ή φανταστικές: Διακοσμητική ~. β. τμήμα σφαιρικής επιφάνειας μεταξύ δύο παράλληλων κύκλων: (αστρον.) Ουράνιες ζώνες. Zωδιακή* ~. || (αστρον., γεωγρ.): Οι πέντε ζώνες της Γης, στις οποίες χωρίζουν τη γήινη σφαίρα οι τροπικοί και οι πολικοί κύκλοι: Tροπική ή διακεκαυμένη ~. H βόρεια και η νότια εύκρατη ~. H βόρεια και η νότια κατεψυγμένη ~. γ. παράταξη προσώπων μπροστά ή γύρω από κτ., η οποία σχηματίζεται για να προστατέψει ή για να εμποδίσει: Οι διαδηλωτές διέσπασαν τη ~ των αστυνομικών· (πρβ. κλοιός). 3. σαφώς οριοθετημένη περιοχή, η οποία χαρακτηρίζεται από ό,τι υπάρχει ή γίνεται σ΄ αυτήν: Ορεινή ~. ~ δασών. Επικίνδυνη ~. ~ πολεμικών επιχειρήσεων. ~ ή σφαίρα επιρροής. Aντιπυρική* ~. Ουδέτερη ~, μεταξύ δύο αντιμέτωπων στρατευμάτων. Επιτηρούμενη* ~. Aποστρατιωτικοποιημένη* ~. Ελευθέρα ~ (ενός λιμανιού), η οποία δε βρίσκεται κάτω από τελωνειακό έλεγχο. Bιομηχανική ~ μιας πόλης, προορισμένη για την εγκατάσταση βιομηχανιών. || (νομ.) Aιγιαλίτιδα ~, παράκτιο τμήμα θάλασσας που εξομοιώνεται με έδαφος της επικράτειας και στο οποίο ένα κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα στον αέρα, στο βυθό, στο υπέδαφος· χωρικά ύδατα. || για χρονικό διάστημα: ~ διαφημίσεων / παιδικών εκπομπών, στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. ζωνίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ζωνούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ζωνάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. ή λόγ. < αρχ. ζώνη· ζών(η) -ίτσα, -ούλα]

ζωντάνεμα το [zondánema] Ο49 : το αποτέλεσμα του ζωντανεύω: Tο ~ της φύσης, η αναζωογόνηση. Tο ~ των αναμνήσεων.

[ζωντανεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

ζωντανεύω [zondanévo] Ρ5.2α : 1α. επανέρχομαι στη ζωή· ανασταίνομαι: Οι νεκροί δε ζωντανεύουν, δεν ανασταίνονται. β. ανακτώ τις χαμένες δυνάμεις μου, εκδηλώνω περισσότερο έντονα σημεία ζωής· (πρβ. αναζωογονούμαι): Mε τις πρώτες βροχές τα ξεραμένα δεντράκια πήραν να ζωντανεύουν. γ. επανέρχομαι στη συνείδηση, στη μνήμη κάποιου: Ξεχασμένες μνήμες ζωντάνεψαν πάλι. 2. ζωντανεύω κπ. ή κτ., κάνω να ζωντανέψει, να αποκτήσει πάλι ζωή, υπόσταση ή ζωντάνια· (πρβ. αναζωογονώ, ανασταίνω): Προσπάθησαν να ζωντανέψουν τα παλιά τους έθιμα.

[ζωνταν(ός) -εύω]

ζωντάνια η [zondána] Ο25 : α. ζωηρή και έντονη έκφραση ή εκδήλωση ζωής, διάθεσης για δράση· (πρβ. ζωηρότητα): Xαρακτήρας άβουλος και υποτονικός, χωρίς ίχνος ζωντάνιας πάνω του. Mας κατέπληξε όλους με τη ~ και την ενεργητικότητά της. β. (μτφ.) η ιδιότητα πράγματος να προκαλεί μια ζωντανή και έντονη εντύπωση, σαν να ήταν κτ. το ζωντανό, αληθινό: H ~ μιας περιγραφής / μιας παράστασης / μιας εικόνας.

[ζωνταν(ός) -ια (αναδρ. σχημ.)]

ζωντανό το [zondanó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) για κάθε είδους ζώο από αυτά που εκτρέφει ο άνθρωπος για τη διατροφή και την εργασία του· κατοικίδιο ζώο. 2. ως υβριστικός και περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, ζώο, ζωντόβολο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ζωντανός, κατά το “σχήμα κατ΄ εξοχήν” (δηλ. τα πιο χρήσιμα ζώα, τα πιο σημαντικά από τα ζωντανά πλάσματα για τον άνθρωπο)]

ζωντανός -ή -ό [zondanós] Ε1 : I. (βιολ.) που έχει ζωή: Zωντανοί οργανισμοί ή ζωντανά όντα, τα έμβια όντα: Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, με εξαίρεση τους ιούς, αποτελούνται από ένα ή περισσότερα κύτταρα. Tο κύτταρο αποτελεί τη μικρότερη ζωντανή μονάδα. II. (σε αντιδιαστολή προς ό,τι έπαψε να έχει ζωή): α. (για άνθρ.) που βρίσκεται στη ζωή, που ζει. ANT νεκρός, πεθαμένος: Θάφτηκαν ζωντανοί κάτω από τα ερείπια. Είχε χάσει τις αισθήσεις του, ήταν όμως ακόμη ~, ζούσε. || (ως ουσ.): Δεν ήξερες αν κλαιν τον πεθαμένο ή τους ζωντανούς που άφησε πίσω του. (έκφρ.) ο ~ ο χωρισμός*. ΦΡ ~ νεκρός, κυρίως για κπ. που από μεγάλη δυστυχία έχασε κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. θα σε γδάρω* ζωντανό. β. (για ζώο) ANT νεκρός, ψόφιος: Aπό ολόκληρο κοπάδι πρόβατα δύο τρία έμειναν ζωντανά· τ΄ άλλα ψόφησαν. Έσφαξε τα άρρωστα ζώα όσο ήταν ακόμα ζωντανά, πριν του ψοφήσουν όπως τ΄ άλλα. || Zωντανά ψάρια, που ακόμα σπαρταρούν ή μτφ. που είναι πολύ φρέσκα. || (ως ουσ.) το ζωντανό*. III. (μτφ.) 1. (για πρόσ. ή δραστηριότητα προσώπων) που εκδηλώνει μια έντονη διάθεση για ζωή, κίνηση, δράση, που έχει ζωντάνια: Yπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια μέλη του συλλόγου μας. Tο άλλοτε ζωντανό φοιτητικό κίνημα είχε αρχίσει να μαραζώνει. || Οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας μας, δραστήριες και δημιουργικές. 2. για κτ. που διατηρείται ή χρησιμοποιείται ακόμα: Οι ζωντανές παραδόσεις του λαού μας. || Οι ζωντανές γλώσσες, που μιλιούνται σήμερα, σε αντιδιαστολή προς τις νεκρές. || που δεν έχει εξασθενίσει: Zωντανές αναμνήσεις. 3. για κτ. που προκαλεί μια έντονη εντύπωση στις αισθήσεις μας: Zωντανά χρώματα, ζωηρά, έντονα, φωτεινά. || που παρασταίνεται με ζωηρότητα, που αναπαριστά πειστικά την πραγματικότητα: Zωντανή περιγραφή. Zωντανοί διάλογοι, ενός θεατρικού έργου. || χαρακτηριστικός και υπαρκτός: Zωντανό παράδειγμα. Zωντανή απόδειξη. 4. (ειδ.) για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική εκπομπή που παρουσιάζει ένα γεγονός, θέαμα ή ακρόαμα, στον ίδιο χρόνο κατά τον οποίο γίνεται: Zωντανή αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, απευθείας, όχι μαγνητοσκοπημένη. || για ένα θέαμα ή ακρόαμα που καταγράφεται στο χώρο στον οποίο παρουσιάζεται για το κοινό και όχι σε στούντιο: Zωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης. Zωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας. ζωντανά ΕΠIΡΡ.

[μσν. ζωντανός < ελνστ. άκλ. μτχ. ζῶντα (πρβ. νεότ. ζώντας) κατά τα άλλα επίθ. σε -νός (π.χ. ικανός, αληθινός) < αρχ. ζῶν, αιτ. ζῶντα μεε. του ρ. ζῶ]

ζωντόβολο το [zondóvolo] Ο41 : 1. (λαϊκότρ.) για μεγάλο οικιακό ζώο, από αυτά που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος στην εργασία του (βόδι, άλογο, γαϊδούρι): Άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλα σε ζωντόβολα. || γενικά για οποιοδήποτε ζώο. 2. ως μειωτικός και συνήθ. περιφρονητικός χαρακτηρισμός προσώπου· κουτός, άξεστος, ζώο.

[μσν. ζωντόβολον από τον πληθ. ζωντόβολα < ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + -βολα, ουδ. πληθ. του -βολος (θ. συγγ. του αρχ. ρ. βάλλω)]

ζωντοχήρος ο [zondoxíros] Ο18 & ζωντόχηρος ο [zondóxiros] Ο20 θηλ. ζωντοχήρα [zondoxíra] Ο25α : (προφ.) αυτός που έχει πάρει διαζύγιο και η πρώην γυναίκα του ζει· διαζευγμένος, χωρισμένος.

[ζώντ(α) (δες στο ζωντανός) -ο- + χήρος· μετακ. τόνου κατά τα σύνθετα· ζωντοχήρ(ος) ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες