Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωγραφίζω
1 εγγραφή
ζωγραφίζω [zoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναπαρασταίνω, με γραμμές και χρώματα, μια πραγματική ή φανταστική εικόνα πράγματος, προσώπου, γεγονότος κτλ.· (πρβ. ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω): ~ ένα λουλούδι / ένα τοπίο / ένα πορτρέτο. ~ με κηρομπογιές / με λάδι. ~ μια ακουαρέλα. α. ζωγραφίζω επιδιώκοντας ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: Zωγράφιζε κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής. Ένα πορτρέτο του Παπαναστασίου ζωγραφισμένο από τον Παρθένη. β. ζωγραφίζω πάνω στις επιφάνειες ενός χώρου ή κτίσματος: Ο Mιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την Capella Sixtina. γ. έχω το ταλέντο να ζωγραφίζω: Zωγράφιζε από μικρός. 2. (μτφ.) περιγράφω, παρασταίνω κτ. με λόγια: Zωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. || H χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

[μσν. ζωγραφίζω < αρχ. ζωγραφ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ζωγραφησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες