Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωγράφος
1 εγγραφή
ζωγράφος ο [zoγráfos] Ο18 θηλ. ζωγράφος [zoγráfos] Ο35 : ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει: Οι μεγάλοι ζωγράφοι της Aναγέννησης. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Λαϊκός ~. Εξπρεσιονιστής / ιμπρεσιονιστής / νατουραλιστής / σουρεαλιστής ~. ~ εικόνων Aγίων, αγιογράφος. ~ τοπίων, τοπιογράφος. ~ πορτρέτων, πορτρετίστας.

[ελνστ. ζωγράφος, αρχ. σημ.: `αυτός που ζωγραφίζει εκ του φυσικού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες