Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυμωτής
1 εγγραφή
ζυμωτής ο [zimotís] Ο7 θηλ. ζυμώτρια [zimótria] Ο27 & (λαϊκότρ.) ζυμώτρα [zimótra] Ο25α : εργάτης που ζυμώνει (σε αρτοποιείο κτλ.).

[μσν. ζυμωτής < ζυμώ(νω) -τής· λόγ. επίδρ. στο ζυμώτρα· ζυμω(τής) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες