Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυμαρικό
1 εγγραφή
ζυμαρικό το [zimarikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : γενική ονομασία για ποικίλα εδώδιμα προϊόντα παρασκευασμένα από μείγμα σιτάλευρου, νερού και άλλων θρεπτικών ουσιών, που τα έχουν ξεράνει στον αέρα ή σε ειδικούς θαλάμους· πάσταII: Είδη ζυμαρικών: μακαρόνια, μανέστρα, κριθαράκι, φιδές κτλ.

[ζυμάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες