Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγοσταθμίζω
1 εγγραφή
ζυγοσταθμίζω [ziγostaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω ζυγοστάθμιση.

[λόγ. ζυγ(ός) -ο- + σταθμίζω απόδ. αγγλ. balance]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες