Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγαριά
1 εγγραφή
ζυγαριά η [ziγarjá] Ο24 : όργανο με το οποίο μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγός: H ~ του μανάβη / του μπακάλη. Aυτόματη ~. ~ ακριβείας. Bάζω κτ. στη ~, το ζυγίζω και μτφ., υπολογίζω τη σημασία του, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.

[μσν. ζυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. ζυγ(ός) -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες