Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζούρα
1 εγγραφή
ζούρα η [zúra] Ο25 : κατακάθι λιπαρής ουσίας (βουτύρου κτλ.).

[μσν. ζούρα < σούρα, με ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες