Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζούζουλο το [zúzulo] Ο41 : α. ζωύφιο, ζουζούνι. β. (μτφ., χαϊδευτικά) μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο.
[σλαβ. zuzel `σκαθάρι΄ -ο, με τροπή [e > u] από επίδρ. του [l] ή προχωρ. αφομ. [u-e > u-u] ]