Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουμπούλι
1 εγγραφή
ζουμπούλι το [zumbúli] Ο44 : είδος φυτού που καλλιεργείται για τα ωραία και ευωδιαστά άνθη του, και το άνθος του φυτού· υάκινθος. ζουμπουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. zümbül (sümbül) -ι, με υποκατάσταση [y > u] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες