Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζουλάω
1 εγγραφή
ζουλώ [zuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου), ώστε να περιορίσω τον όγκο του ή να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουπώ: ~ ένα λεμόνι, για να βγει ο χυμός του, στύβω. || Zουληγμένα φρούτα.

[ζουλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζουλισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες