Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζορζέτα
1 εγγραφή
ζορζέτα η [zorzéta] Ο25α : είδος μεταξωτού υφάσματος.

[λόγ. < αγγλ. Georgett(e) σήμα κατατ. (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες