Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζιλέ
1 εγγραφή
ζιλέ το [zilé] Ο (άκλ.) & (σπανιότ.) ζιλές ο [zilés] Ο13 : ελαφρύ πλεχτό ένδυμα συνήθ. χωρίς μανίκια, για το επάνω μέρος του σώματος· είδος γιλέκου. ζιλεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκοζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες