Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζητιάνος
1 εγγραφή
ζητιάνος ο [zitxános] Ο18 θηλ. ζητιάνα [zitxána] Ο25 : αυτός που ζει ζητιανεύοντας· επαίτης, διακονιάρης· (πρβ. ζήτουλας): Γέρος / φτωχός / κουρελής / τυφλός ~. Mια γριά ζητιάνα άπλωνε ικετευτικά το χέρι της. ζητιανάκι το YΠΟKΟΡ (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) μικρός σε ηλικία ζητιάνος.

[ζητ(ιά) `ζητιανιά΄ -ιάνος < ζήτ(ης) `ζητιάνος΄ -ιά < ζητ(ώ) -ης (κατά το παλαιότ. σχ.: επαιτώ - επαίτηςζητιάν(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες