Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζημιά
4 εγγραφές [1 - 4]
ζημιά η [zimná] Ο24 & ζημία η [zimía] Ο25 : 1α. ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα: Πρόσεχε μην κάνεις καμιά ~. Όλο ζημιές είσαι· χτες έσπασες το ποτήρι, σήμερα τα πιάτα. Είχα ένα τροχαίο ατύχημα, ευτυχώς όμως δεν έπαθα μεγάλη ~. Iσχυρός σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημίες σε πολλά κτίρια. Mικρή / ελαφριά / ασήμαντη ~. Εκτεταμένες ζημίες. Yλική ζημία (σε αντιδιαστολή προς την ηθική, βλ. σημ. 2). ΦΡ ούτε γάτα* ούτε ~. β. μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού: Οι ζημίες στην παραγωγή υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. || ANT κέρδος: Όχι μόνο δεν κέρδιζε, παρά είχε και ~. 2. (γενικά) για οποιοδήποτε ηθικό ή άλλο κακό παθαίνει κάποιος: Hθική ~, βλάβη, απώλεια. Φυλάξου μη σου κάνει καμιά ~. Tώρα έγινε η ~. || απώλεια πλεονεκτήματος: H συμπεριφορά του έκανε ~ στην υπόθεσή μας.

[μσν. ζημιά < αρχ. ζημία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ζημία]

ζημιάρης -α -ικο [zimnáris] Ε9 : (για πρόσ.) που κάνει συχνά ζημιές από απροσεξία ή από αδεξιότητα: Zημιάρα γυναίκα. Zημιάρικο παιδί. || Zημιάρα γάτα. || (ως ουσ.): Πολύ ζημιάρα· κάθε μέρα κάτι θα σπάσει.

[ζημι(ά) -άρης]

ζημιάρικος -η -ο [zimnárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζημιάρη: Zημιάρικα παιχνίδια.

[ζημιάρ(ης) -ικος]

ζημιαρόγατος ο [zimnaróγatos] Ο20 & ζημιαρόγατα η [zimnaróγata] Ο27α & ζημιαρόγατο το [zimnaróγato] Ο41 : λέγεται για τη γάτα, επειδή κάνει συχνά ζημιές, και χλευαστικά για ζημιάρη άνθρωπο.

[ζημιάρ(ης) -ο- + γάτος, γάτα· ζημιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες