Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζηλιαρόγατα
1 εγγραφή
ζηλιαρόγατα η [zilaróγata] Ο27α & (σπανιότ.) ζηλιαρόγατος ο [zilaróγatos] Ο20 & ζηλιαρόγατο το [zilaróγato] Ο41 : χλευαστικά και χωρίς να γίνεται πάντοτε διάκριση φυσικού γένους, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ζηλεύει υπερβολικά.

[ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτα· ζηλιάρ(ης) -ο- + γάτος· ζηλιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες