Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεύγμα
1 εγγραφή
ζεύγμα το [zévγma] Ο48 : 1. (λόγ.) για κατασκευή (συνήθ. πρόχειρη) που συνδέει δύο ακτές· ζεύξη: ~ ποταμού, πλωτή ή άλλη γέφυρα. 2. σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο ομοειδείς συντακτικοί όροι (προσδιορισμοί ή αντικείμενα) αποδίδονται σε ένα ρήμα, ενώ λογικά ο ένας από αυτούς θα ταίριαζε σε άλλο ρήμα, π.χ. «Φάγαμε ωραίους μεζέδες και μπίρα» αντί «Φάγαμε ωραίους μεζέδες και ήπιαμε μπίρα». 3. (στην αρχ. ελλην. μετρ.) το σημείο του στίχου όπου απαγορεύεται ή αποφεύγεται να τελειώνει λέξη.

[λόγ. < αρχ. ζεῦγμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες