Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζερό
1 εγγραφή
ζερό το [zeró] Ο (άκλ.) : το μηδέν, συνήθ. σε τυχερά παιχνίδια όπως η ρουλέτα κτλ.

[λόγ. < γαλλ. zéro]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες