Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζερβός -ή -ό [zervós] Ε1 : (λαϊκότρ., προφ.) 1α. που βρίσκεται στο αριστερό μέρος· αριστερός. ANT δεξιός: Tο ζερβό χέρι. β. (ως ουσ.) β1. το ζερβό, το αριστερό χέρι: Γράφει με το ζερβό. β2. τα ζερβά (του βουνού, του δάσους κτλ.), η ανήλιαγη πλευρά. 2. (ως ουσ., για πρόσ.) αριστερόχειρας, ζερβοχέρης.
ζερβά ΕΠIΡΡ αριστερά: Kοίτα ίσα μπροστά, ούτε ~ ούτε δεξιά. [μσν. ζερβός < *ζαρβός (τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ζαβρός (μετάθ. του [r] ) < ζαβός (προσθήκη του [r] ίσως με επίδρ. του αριστερός)]



