Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζενδικός
1 εγγραφή
ζενδικός -ή -ό [zenδikós] Ε1 : Zενδική γλώσσα, η γλώσσα της Aβέστα, των ιερών κειμένων του ζωροαστρισμού. Zενδικό κείμενο.

[λόγ. < γαλλ. zend (ορθογρ. δαν.) (από τα νεότ. περσ.) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες