Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεμπίλι
1 εγγραφή
ζεμπίλι το [zembíli] Ο44 : μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές (οικοδομικών υλικών κτλ.). || οποιουδήποτε σχήματος και μεγέθους σάκος ή δίχτυ για τα καθημερινά ψώνια.

[τουρκ. zembil ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες