Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζεβζέκης
1 εγγραφή
ζεβζέκης -α -ικο [zevzékis] Ε9 θηλ. και ζεβζέκισσα [zevzékisa] Ε (βλ. Ο27) : (προφ., λαϊκ., ως χαρακτηρισμός προσώπου) α. άμυαλος, ανόητος, αχμάκης. || (ως ουσ.): Γελούσαν, οι ζεβζέκηδες, με το δικό τους χάλι. β. (συνήθ. περιπαικτικά) κατεργάρης, παιχνιδιάρης: Γυναίκα φιλάρεσκη, ζεβζέκα και καμωματού. || (ως ουσ.): Σκαρφιζόταν λογής λογής θεωρίες που τις ανέλυε, ο ~, με ύφος σοβαρό.

[τουρκ. zevzek -ης· ζεβζέκ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες