Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαχαρο-
1 εγγραφή
ζαχαρο- [zaxaro] & ζαχαρό- [zaxaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ζαχαρ- [zaxar], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σακχαρο-). 1. δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. περιέχει ζάχαρη: ~κούλουρο. || ~κάλαμο, ζαχαρότευτλο. || ζαχαρούχος. β. είναι γλυκό, έχει γλυκιά γεύση: ~λεμονιά. γ. έχει σχέση με την παρασκευή γλυκισμάτων: ~πλάστης, ~πλαστείο. 2. αναφέρεται στην ύπαρξη σακχάρου, συχνά σε εναλλαγή με το α' συνθετικό σακχαρο-: ~διαβήτης.

[1: μσν. ζαχαρ(ο)- θ. του ουσ. ζάχαρ(η) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ζαχαρο-πιπεράτος `φτιαγμένος με ζάχαρη και πιπέρι΄ & λόγ. θ. της λ. ζάχαρ(ις) -ο-: ζαχαρ-ούχος < σακχαρούχος· 2: λόγ. < σακχαρο- με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σάκχαρον > ζάχαρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες