Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαφειρόπετρα
1 εγγραφή
ζαφειρόπετρα η [zafirópetra] Ο27α : κομμάτι κατεργασμένου ζαφειριού σε δαχτυλίδι ή άλλο κόσμημα.

[ζαφείρ(ι) -ο + πέτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες