Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαργάνα
1 εγγραφή
ζαργάνα η [zarγána] Ο25 : 1. είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας: Οι ζαργάνες κυνηγούν άλλα ψάρια στον αφρό με τόση ορμή, που καμιά φορά πηδούν έξω από το νερό. 2. (μτφ.) λεπτή, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα.

[μσν. ζαργάνα, ζαργάνη < ελνστ. ζαργάν(η) μεταπλ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες