Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαμανφουτίστικος
1 εγγραφή
ζαμανφουτίστικος -η -ο [zamanfutístikos] Ε5 : που αναφέρεται στο ζαμανφουτίστα ή που ταιριάζει σε αυτόν. ζαμανφουτίστικα ΕΠIΡΡ.

[ζαμανφουτίστ(ας) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες