Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζαβολιάρικος
1 εγγραφή
ζαβολιάρικος -η -ο [zavolárikos] Ε5 : που έχει το χαρακτήρα, τον τρόπο του ζαβολιάρη: Zαβολιάρικες κουβέντες. Zαβολιάρικα καμώματα. Zαβολιάρικο παιχνίδι. ζαβολιάρικα ΕΠIΡΡ με τρόπο ζαβολιάρικο: Πολύ ~ παίζει.

[ζαβολιάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες