Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζαβλακώνω [zavlakóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) καταπονώντας κπ. τον φέρνω σε μια κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτωσης· αποχαυνώνω: Mε ζαβλάκωσε η αρρώστια / ο πυρετός / ο ήλιος. || Zαβλακωμένοι από τη φοβερή ζέστη, δεν είχαμε διάθεση για αστεία.
[< μππ. ζαβλακ(ωμένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.) < συμφυρ. ζα(βωμένος) + βλακωμένος < μππ. του βλακώνω < βλάκ(ας) -ώνω]