Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζίλια
1 εγγραφή
ζίλια τα [zíla] Ο44 : (μουσ.) ρυθμικό συνοδευτικό λαϊκό όργανο, που αποτελείται από δύο κοίλους μεταλλικούς δίσκους, που τους χτυπούν τον ένα με τον άλλο· (πρβ. κύμβαλο).

[τουρκ. zil (λ. περιλ., περσ. προέλ.) -ια, πληθ. του ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες