Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζήση η [zísi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) α. η ζωή, ο βίος του ανθρώπου: Tίποτα δεν απόλαυσε στη ~ του. Tη ~ αυτή που τη μισούμε. Tης ζήσης λιώνει το κερί. β. το φαινόμενο της ζωής: Tης ζήσης το μυστήριο.
[μσν. ζήση < ζή(σις) -ση < ζη- (ζω) -σις]