Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάρα
1 εγγραφή
ζάρα η [zára] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : α. για μικρές πτυχές σε ύφασμα (δέρμα κτλ.) που δεν είναι καλά τεντωμένο ή σιδερωμένο· ζαρωματιά. β. για μικρές πτυχές στο δέρμα, ιδίως του προσώπου, του λαιμού και των χεριών· (πρβ. ρυτίδα): Γερασμένο, γεμάτο ζάρες πρόσωπο. Γέρικα χέρια, αδύναμα κι όλο ζάρες.

[ζαρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες