Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζάπλουτος
1 εγγραφή
ζάπλουτος -η -ο [záplutos] Ε5 : (για πρόσ.) πάρα πολύ πλούσιος· πάμπλουτος, βαθύπλουτος. ANT πάμφτωχος.

[λόγ. < αρχ. ζάπλουτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες