Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύφημος -η / -ος -ο [éfimos] Ε17 : επαινετικός, κυρίως στην έκφραση εύφημη / ~ μνεία, επαινετική αναφορά σε κπ.: Στην τελετή έγινε εύφημη μνεία (των ονομάτων) των μαθητών που ανέπτυξαν κοινωνική δράση. || είδος τιμητικής διάκρισης: Tου απονεμήθηκε το δίπλωμα της εύφημης μνείας.
(λόγ.) ευφήμως ΕΠIΡΡ: Tο όνομά του αναφέρθηκε ~. [λόγ. < ελνστ. εὔφημος, αρχ. σημ.: `αίσιος΄· λόγ. < αρχ. εὐφήμως]