Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εύσωμος
1 εγγραφή
εύσωμος -η -ο [éfsomos] Ε5 : για άνθρωπο που είναι αρκετά παχύς, με κανονική όμως διάπλαση και που έχει κανονικό ή ψηλό ανάστημα.

[λόγ. < ελνστ. εὔσωμος `με γερό σώμα΄ κατά τη σημ. του αρχ. εὐσώματος `καλά αναπτυγμένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες